φρεατιαίος

φρεατιαίος
και φρηταῑος, -αία, -ον, Α
1. φρεάτιος
2. φρ. «φρεατιαῖον ὕδωρ» — πηγαδήσιο νερό (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατός + κατάλ. -ιαῖος* (πρβλ. ναματ-ιαῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρεατιαίων — φρεατιαῖος belonging to a well fem gen pl φρεατιαῖος belonging to a well masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρεατιαίου — φρεατιαῖος belonging to a well masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπατιαίος — ἡπατιαῑος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει στο ήπαρ, ο ηπατικός («ἡπατιαῑος λοβός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, τος + ιαίος (πρβλ. φρεατιαίος < φρέαρ)] …   Dictionary of Greek

  • φρηταίος — αία, ον, Α βλ. φρεατιαῑος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”